- ἀναπορεύομαι
- ἀναπορεύομαι,A proceed up-stream, D.C.75.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναπορεύομαι — ἀναπορεύομαι (Α) [πορεύομαι] προχωρώ προς τα επάνω ή προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
ἀναπορευόμενοι — ἀναπορεύομαι proceed up stream pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπορεύεται — ἀναπορεύομαι proceed up stream pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)